ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πατώ (-άω, -ήσω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πατώ (-άω, -ήσω)

lép

πατώ (-άω, -ήσω), χτυπώ (-άω, -ήσω)

elgázol

(megtéveszt) απατώ (-άω, -ήσω)

csal

πηγαίνω (πάω, πήγα) με τα πόδια, περπατώ (-άω, -ήσω)

gyalogol