ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

παρκέ σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
παρκέ

parketta◼◼◼

ανεπαρκές ποσό

nem áll elegendő összeg rendelkezésre a számláján