ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ούγγρος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
Ούγγρος

magyar◼◼◼

Ούγγρος (ο) – Ουγγαρέζα (η)

magyar(ember/férfi – nő)