ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

οργανικός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
οργανικός

szerves◼◼◼

οργανικός άνθρακας

szerves szén◼◼◼

οργανικός διαλύτης

szerves oldószer◼◼◼

οργανικός ρύπος

szerves szennyezőanyag

ανθεκτικός οργανικός ρύπος

perzisztens szerves szennyezőanyag

διαλυμένος οργανικός άνθρακας

oldott szerves szén◼◼◼