ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ονειροπολώ (-ήσω), ονειρεύομαι (-τώ) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ονειροπολώ (-ήσω), ονειρεύομαι (-τώ)

álmodozik