ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ομίχλη σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
Ομίχλη

Köd◼◼◼

(υγρή) αχλύς/ασθενής ομίχλη

enyhe köd

έχει ομίχλη

ködös

αναγγελία επεισοδίου αιθαλομίχλης/δελτίο αιθαλομίχλης

szmogriadó

ασθενής ομίχλη

enyhe köd

η ομίχλη

köd◼◼◼

ηλεκτροαιθαλομίχλη

elektroszmog

καπνομίχλη

szmog

φωτοχημική αιθαλομίχλη

fotokémiai szmog