ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

οικο- σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
οικοτοξικότητα

ökotoxicitás◼◼◼

οικότοπος/ενδιαίτημα

élőhely

οικοτουρισμός/οικολογικός τουρισμός

ökoturizmus

οικοτροφείο

kollégium◼◼◼

bentlakásos iskola

diákotthon

internátus

panzió

οικότυπος

ökotípus

οικουμενισμός

ökumenizmus

οικοφυσιολογία

ökofiziológia

345

Το ιστορικό σας