ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

οικολογικός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
οικολογικός

ökológiai◼◼◼

οικολογικός έλεγχος

környezeti kimutatás

környezeti kimutatás (ökoauditálás)

ökoauditálás

οικολογικός παράγοντας

ökológiai tényező

εξαφάνιση [οικολογικός όρος]

kihalás

kihalás (ökológia)

οικοτουρισμός/οικολογικός τουρισμός

ökoturizmus

περιβαλλοντική δήλωση (οικολογικός έλεγχος)

környezeti kimutatás

környezeti kimutatás (ökoauditálás)

ökoauditálás