ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ξύλο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ξύλο

fa◼◼◼

anyag◼◼◻

faanyag◼◼◻

erdő◼◻◻

agancs

Ξύλο

Fa (anyag)◼◼◼

ξύλο (το)

fa, bot, τρώω ξύλο kikap (verés által)

θα φας ξύλο!

kikapsz!

μεσογειακό ξύλο (δάσος) (της Μεσογείου)

földközi-tengeri fa

το ξύλο

bot