ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ξυπνώ σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ξυπνώ

felkelt

kelt

ébreszt

ξυπνώ (-άω, -ήσω)

felébred

felébreszt

ébred