ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ξαπλώνω (-σω), είμαι ξαπλωμένος (-η-ο) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ξαπλώνω (-σω), είμαι ξαπλωμένος (-η-ο)

fekszik