ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

νύμφη σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
νύμφη

menyasszony

nimfa

Δάφνη (νύμφη)

Daphné

προνύμφη

lárva◼◼◼