ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

νουκλεϊνικό (πυρηνικό) οξύ σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
νουκλεϊνικό (πυρηνικό) οξύ

nukleinsav◼◼◼