ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

νιώθω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
νιώθω

erez

érez

νιώθω άρρωστος/άρρωστη

hányingerem van

νιώθω ενοχή

bűntudatot érzek

νιώθω κορεσμένος

vértolulásom van

νιώθω μια χαρά

jól érzem magam

νιώθω πολύ κούραση

nagyon fáradtnak érzem magam

νιώθω τύψεις/ενοχή

lelkifurdalásom van

αισθάνομαι (-θώ), νιώθω (-σω)

érez

δεν νιώθω πολύ καλά

nem érzem túl jól magam

είμαι πια καλά αλλά νιώθω ακόμα αδύναμος

már jól vagyok, de még gyengének érzem magam

πώς αισθάνεσαι; - νιώθω καλύτερα

hogy érzed magad? - jobban vagyok