ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

νιόβιο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
Νιόβιο

Nióbium◼◼◼

νιόβιο (nióvio)

nióbium◼◼◼