ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

νικέλιο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
Νικέλιο

Nikkel◼◼◼

νικέλιο (nikélio)

nikkel◼◼◼

σιδηρονικέλιο

ferronikkel