ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

να περάσω ένα διαγώνισμα / μια εξέταση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
να περάσω ένα διαγώνισμα / μια εξέταση

levizsgázni