ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

να βρέξει σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
να βρέξει

esőnek esni

λες να βρέξει;

esni fog

μπορεί να βρέξει

lehet, hogy esni fog