ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μωρό σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μωρό

baba

bébi

csecsemő

kisbaba

(csecsemő) το μωρό, (játék) η κούκλα

baba