ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μοσχάρι σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μοσχάρι

borjúhús

lábikra

vádli

μοσχάρι (moschári)

borjú◼◼◼

μοσχάρι σε κονσέρβα

sózott marhahúskonzerv

το μοσχάρι

borjú◼◼◼