ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μισθώνω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μισθώνω

bérbe ad

bérbe vesz

bérel

kiad

kibérel

lakbér

νοικιάζω (-σω), εκμισθώνω (-σω)

bérbe ad

νοικιάζω (-σω), μισθώνω (-σω)

bérel