ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μισθωτήριο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μισθωτήριο

haszonbérlet◼◼◼

lízing

εκμίσθωση/μισθωτήριο/σταύρωση

lízing