ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μιλώ (-άω, -ήσω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μιλώ (-άω, -ήσω)

beszél

παραμιλώ (-άω, -ήσω)

félrebeszél