ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μεταρρύθμιση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μεταρρύθμιση

reform◼◼◼

reformáció

Μεταρρύθμιση

Reformáció

μεταρρύθμιση (η, tsz. -εις)

reform◼◼◼