ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μερικής απασχόλησης σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μερικής απασχόλησης

fél állás

έχω δουλειά μερικής απασχόλησης

részidős állásom van

σπουδές μερικής απασχόλησης

levelező oktatás