ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μαζεύω (-ψω), συλλέγω (-ξω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μαζεύω (-ψω), συλλέγω (-ξω)

gyűjt