ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μήλο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μήλο

alma◼◼◼

almafa

μήλο του Αδάμ

ádámcsutka

ζεστό επιδόρπιο με μήλο

morzsolt almás pite

το μήλο κάτω απ' τη μηλιά θα πέσει

nem esik messze az alma a fájától

χυμός μήλου

almalé◼◼◼