ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μέτρο (ενέργεια) για τον μετριασμό σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μέτρο (ενέργεια) για τον μετριασμό

enyhítő intézkedés