ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

λιμνολογία σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
λιμνολογία

limnológia

κυκλοφορία [όρος της λιμνολογίας]

felbomlás (limnológia)

κυκλοφορία (όρος της λιμνολογίας)

felbomlás (limnológia)