ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

λεωφόρος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
λεωφόρος

út◼◼◼

autópálya

bulvár

fasor

körút

országút

λεωφόρος (η)

sugárút

αυτοκινητόδρομος/λεωφόρος

országút