ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

λείπω (-ψω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
λείπω (-ψω)

hiányzik

(elveszít) χάνω (-σω), (magára hagy) εγκαταλείπω (-ψω), παρατώ (-άω, -ήσω)

elhagy

παραλείπω (-ψω)

elmulaszt

παραλείπω (-ψω), χάνω (-σω)

kihagy