ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

λίπασμα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
λίπασμα

trágya◼◼◼

λίπασμα ζωικής προέλευσης

állati trágya

αζωτούχο λίπασμα

nitrogénműtrágya◼◼◼

ανόργανο λίπασμα

szervetlen trágya

καλιούχο λίπασμα

káliumműtrágya

κοπριά/φυσικό λίπασμα

trágya

υγρή κοπριά (υγρό λίπασμα)

hígtrágya◼◼◼

φυσικό λίπασμα

trágya◼◼◼

természetes trágya

φωσφορούχο λίπασμα

foszfátműtrágya

χημικό λίπασμα

műtrágya