ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

λέμβος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
λέμβος

hajó◼◼◼

mesterség

σκάφος/λέμβος/ειδικευμένη εργασία

mesterség

σωσίβια λέμβος

mentőcsónak◼◼◼