ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

λέιζερ σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
Λέιζερ

Lézer◼◼◼

λέιζερ (léizer)

lézer◼◼◼

(συσκευή παραγωγής ακτίνων) λέιζερ

lézer