ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

λέβητας σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
λέβητας

kazán◼◼◼

bojler

λέβητας (θέρμανσης)

kazán◼◼◼

ατμολέβητας

gőzgenerátor