ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κυριλλικό σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κυριλλικό

cirill◼◼◼

κυριλλικό αλφάβητο

cirill◼◼◼

Κυριλλικό αλφάβητο

Cirill ábécé

κυριλλικό αλφάβητο (cyrillikó alfávito)

cirill ábécé

κυριλλικός

cirill