ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κούκλα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κούκλα

báb

κούκλα (kúkla)

baba◼◼◼

(csecsemő) το μωρό, (játék) η κούκλα

baba

είσαι κούκλος/κούκλα

remekül nézel ki