ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κομμώτρια σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κομμώτρια

fodrász

κομμωτής (ο) (η κομμώτρια)

fodrász (női)◼◼◼