ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κολλητική ουσία/συγκολλητικό/αυτοκόλλητο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κολλητική ουσία/συγκολλητικό/αυτοκόλλητο

ragasztóanyag