ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κλιματιστικό σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κλιματιστικό

légkondicionáló◼◼◼

το κλιματιστικό, ο κλιματισμός

légkondicionáló