ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κλέβω (-ψω), κοροϊδεύω (-ψω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κλέβω (-ψω), κοροϊδεύω (-ψω)

átvág