ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κεντρική μονάδα παραγωγής θερμότητας σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κεντρική μονάδα παραγωγής θερμότητας

távfűtőmű