ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κατεβαίνω (κατέβω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κατεβαίνω (κατέβω)

lemegy, lejön, leszáll

κατεβαίνω (κατέβω, κατέβηκα)

lejön

lemegy

(repülő) προσγειώνομαι (-θώ), (járműről) κατεβαίνω (κατέβω, κατέβηκα)

leszáll