ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

καταστρέφω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
καταστρέφω

lerombol

megsemmisít

pusztít

rombol

rongál

ront

szétrombol

tönkretesz

καταστρέφω (-ψω)

elpusztít