ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κατασκήνωση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κατασκήνωση

kempingezés◼◼◼

kemping◼◼◻

táborozás

κατασκήνωση/καταυλισμός διακοπών

tábor

στρατόπεδο/καταυλισμός/κατασκήνωση/σταθμός/εργοτάξιο

tábor

χώρος κατασκήνωσης

kemping