ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κατανάλωση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κατανάλωση

fogyasztás◼◼◼

ital◼◻◻

(κατ)ανάλωση

fogyasztás◼◼◼

κατανάλωση ενέργειας

energiafogyasztás◼◼◼

κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας

elektromos áram fogyasztás

κατανάλωση καυσίμου

üzemanyag fogyasztás◼◼◼

κατανάλωση πετρελαίου

kőolajfogyasztás◼◼◼

κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας

elsődleges energiafogyasztás

(κατ)ανάλωση πρώτης ύλης (πρώτων υλών)

nyersanyag fogyasztás

εμπορία και κατανάλωση

kereskedelem és fogyasztás