ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

καταμερισμός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
καταμερισμός

eloszlás

καταμερισμός σε διαύλους/διοχέτευση

csatornázás

διεθνής καταμερισμός εργασίας

nemzetközi munkamegosztás