ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κατακλυσμός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κατακλυσμός

vízözön

árvíz

özönvíz

Κατακλυσμός του Νώε

Özönvíz (mitológia)