ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης

erőfölénnyel való visszaélés◼◼◼