ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κατάχρηση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κατάχρηση

visszaélés◼◼◼

visszaél◼◼◻

abúzus

κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης

erőfölénnyel való visszaélés◼◼◼